Ο χώρος του σχολείου και η ιστορία της περιοχής
Η σχολική μονάδα καταλαμβάνει χώρο του παλαιου εργοστασίου οινοποιίας ΒΟΤΡΥΣ. Η ιστορία και η ανάπτυξη της περιοχής είναι άρρηκτα δεμένη με την πάλαι ποτέ ισχυρή αυτή βιομηχανική μονάδα.
Ιστορική ανασκόπηση
Tο εργοστάσιο ΒΟΤΡΥΣ είναι ένα από τα από τα πολλά εργοστάσια οινοποιίας που ίδρυσε η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΟΙΝΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΩΝ (Ε.Ε.Ο.Ο.) από το 1906 στην Ελλάδα. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι η εταιρία ίδρυσε τα παρακάτω εργοστάσια και οιναποθήκες: Mύλοι Αθηνών (σήμερα Σεπόλια), Ελευσίνα, Καλαμάτα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Πύργο, Αχαΐα, Πάρο, Κύμη, Βελίκα, Γαστούνη, Βραχάτι, Λευκάδα, Σάμο, Αλιβέρι.
H αποτελμάτωση του σταφιδικού ζητήματος και το αδιέξοδο στο οποίο είχαν οδηγηθεί οι σταφιδοπαραγωγοί το 1905 (σταφιδικό ζήτημα), δημιούργησε τις συνθήκες για την συγκρότηση του ομίλου με πρωτοστάτη τον διευθυντή της Τράπεζας Αθηνών Ιωάννη Πεσματζόγλου (8 Ιουνίου 1905) και την ονομασία «Σταφιδική Σύμβαση». Για την εκτέλεση της σύμβασης αυτής συστήθηκε (1 Αυγούστου 1906), από την τράπεζα Αθηνών και τις τότε υφιστάμενης Σταφιδικής Τράπεζας, ανώνυμη εμπορική εταιρεία με την επωνυμία «Προνομιούχος Εταιρία», με σκοπό την προστασία της παραγωγής και του εμπορίου της σταφίδας. Η σύσταση της Προνομιούχου Εταιρίας πρόβλεπε και την παράλληλη ίδρυση του βιομηχανικού οργανισμού για την κα-τεργασία της σταφίδας. Κάτι που ήταν ανέφικτο εκ των πραγμάτων λόγω οικονομικών δυσχερειών και έλλειψης του απαιτούμενου χρόνου. Σε αυτές τις συνθήκες δημιουργήθηκε η Ε.Ε.Ο.Ο. (6 Μαΐου 1906), η οποία φάνηκε τότε ως η μόνη δυνατή λύση για την κατεργασία της σταφίδας. Επικεφαλής της επιχείρησης τέθηκαν εξαρχής οι κορυφαίοι της βιομηχανικής κίνησης στην Ελλάδα και οι ειδικότεροι επί των σταφιδικών ζητημάτων. Αυτοί ήταν οι Επαμεινώνδας Χαρίλαος, Αριστείδης Ζάννος, Νικόλαος Κανελλόπουλος, Εμμανουήλ Ρως και Δημήτριος Γαλανόπουλος.
Η εταιρεία ιδρύεται επίσημα στις 6 Μαΐου 1906 με το υπ΄ αριθμό 19.908 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Ηλία Τσοκά μεταξύ της Προνομιούχου Εταιρίας (οργανισμός για την προστασία της παραγωγής και εμπορίας της σταφίδας) αφενός και αφετέρου ομάδας από την Τράπεζα Αθηνών και των Εταιρειών Οινοποιίας και Γεωργικής Βιομηχανίας και της εταιρίας «Ε. Χαρίλαος και Σία».
Σκοπός της εταιρείας τέθηκε κάθε εργασία σχετιζόμενη για την κατασκευή και εμπορία οίνων,οινοπνεύματος, και κάθε είδους βιομηχανικού προϊόντος από τα σταφύλια και σταφίδας. Η διάρκεια της εταιρείας ορίστηκε τριακονταετής με έδρα την Αθήνα.
Έγινε αμέσως αντιληπτό ότι η κατεργασία των βουνών της συσσωρευμένης σταφίδας ήταν ανέφικτη στην Ελλάδα, γιατί η κατανάλωση των προϊόντων της σταφίδας ήταν περιορισμένη και στο εξωτερικό και στο εσωτερικό. Για τον λόγο αυτό αναζητήθηκε τρόπος μαζικής χρησιμοποίησης της σταφίδας σε νέες βιομηχανίες και νέος τρόπος κατανάλωσης. Κατόρθωσε σύντομα να συνάψει σύμβαση με την Ιταλική εταιρία DISTILLERIA ITALIANA (με έδρα το Μιλάνο) η οποία ανέλαβε την υποχρέωση να αγοράζει τεράστια ποσά μετουσιωμένης σταφίδας υπό μορφή μάζας για την παραγωγή οινοπνεύματος. Συγχρόνως δημιούργησε νέες αγορές κατανάλωσης της σταφιδομάζας σε Γερμανία, Μεξικό κλπ για βιομηχανικές χρήσεις. Από την άλλη μεριά η διοίκηση της εταιρείας έστρεψε την προσοχή στην αύξηση της κατανάλωσης του οινοπνεύματος δημιουργώντας σπουδαία εξαγωγή καθαρού οινοπνεύματος στο εξωτερικό. Στο εσωτερικό της χώρας συνέβαλε καθοριστικά στην διάδοση της χρήσης του μετουσιωμένου οινοπνεύματος για φωτισμό, θέρμανση και κίνηση. Η εταιρία δαπάνησε μεγάλα ποσά για την εισαγωγή ειδών και εργαλείων που θα βοηθούσαν στο φωτισμό, θέρμανση και κίνηση με οινόπνευμα και κατάφερε να ιδρύσει ειδικά πρατήρια σε όλη την Ελλάδα. Το μετουσιωμένου οινόπνευμα το οποίο η εταιρία πωλούσε σε πολύ φθηνή τιμή, γρήγορα έγινε είδος πρώτης ανάγκης με κατανάλωση 3.000.000 χιλιόγραμμων για την παλιά μόνο Ελλάδα. Η βιομηχανία του καθαρού οινοπνεύματος για εξαγωγή και εσωτερική κατανάλωση (ποτοποιία και ανάμειξη με κρασί) αλλά και του μετασιωμένου οινοπνεύματος απορροφούσε παραπάνω από 50.000.000 σταφίδας ετησίως. Η εταιρία κατασκεύασε επίσης και συμπυκνωμένο γλεύκος από την μουστοποίηση της σταφίδας (60% περιεκτικότητας σε σάκχαρο) από το οποία εξήγαγε μεγάλα ποσά στην Αγγλία κυρίως.
Παράλληλα μελέτησε ό,τι άλλο προϊόν συγγενές προς την σταφίδα και διαπίστωσε ότι τα ελληνικά σταφύλια θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν. Τα ελληνικά κρασιά ήταν άγνωστα ως τότε στο εξωτερικό και πολύ φτηνά στο εσωτερικό λόγω της προσφοράς ολόκληρης της παραγωγής. Έτσι η Ε.Ε.Ο.Ο πραγματοποίησε την οινοποίηση της χλωρής σταφίδας. Συμπλήρωσετις εγκαταστάσεις της και ίδρυσε σε διάφορα κέντρα της Πελοποννήσου οινοποιία με δεξαμενές και μηχανήματα για την αγορά και την οινοποίηση μεγάλων ποσοτήτων χλωρής σταφίδας κατά την εποχή του τρυγητού. Με όλα τα παραπάνω εξασφάλισε την διαρκή διάθεση του πλεονάσματος της σταφίδας αλλά έσωσε και την υπόλοιπη οινοπαραγωγή της Ελλάδας. Τελειοποίησε το μεγάλο αποσταγματοποιείο του εργοστασίου στους Μύλους Αθηνών με τα τελειότερα μηχανήματα αποστάξεως οίνων για παρασκευή αποστάγματος. Έτσι κατασκεύασε τα περίφημα κονιάκ της, εφάμιλλα των Γαλλικών. Η κονιακοποιία της αποτέλεσε ένα από τους σπουδαιότερους κλάδους της βιομηχανίας της.
Κατά τον Ευρωπαϊκό πόλεμο κάλυψε τις ανάγκες της κοινωνίας με την παροχή άφθονου φωτιστικού οινοπνεύματος στην τιμή κόστους, την ώρα που δεν υπήρχε σχεδόν πετρέλαιο, φωταέριο και ηλεκτρικό. Αναπλήρωσε επίσης την παντελή έλλειψη ζάχαρης παρασκευάζοντας σταφιδίνη ( λευκή και σκούρα) περιεκτικότητας 72% σε σάκχαρο, την οποία διέθετε σε πολύ καλή τιμή. Όσο διαρκούσε ο ευρωπαϊκός πόλεμος και ο ναυτικός αποκλεισμός της Ελλάδας, η Ε.Ε..Ο.Ο πρόλαβε φοβερές καταστροφές των σταφιδοπαραγωγών αγοράζοντας τεράστια ποσά σταφιδοκάρπου σε ικανοποιητικές τιμές, τα οποία χρησιμοποιούσε στη βιομηχανία της και σε εξαγωγές. Το 1919 όταν η κυβέρνηση λόγω της μικρής παραγωγής της σταφίδας , επέτρεψε την χρησιμοποίηση και άλλων πρώτων υλών για την παραγωγή του οινοπνεύματος, η εταιρεία αγόρασε χιλιάδες τόνους χαρουπιών από την Κρήτη δίνοντας διέξοδο και σε ένα άλλο ελληνικό προϊόν. Το 1920 αγόρασε για τον ίδιο σκοπό και μεγάλες ποσότητες σύκων από την Καλαμάτα. Επίσης συνέχιζε να χρησιμοποιεί ακόμα και μελάσα (υπολείμματα ζαχαρότευτλων εισαγόμενο από το εξωτερικό). Μετά την Μικρασιατική καταστροφή (Αύγουστος 1922) δημιουργήθηκαν πολλά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα της στην Ελλάδα.
Η κρίση άγγιξε και την Ε.Ε.Ο.Ο. Ο Χαρίλαος Επαμεινώνδας προβλέποντας την καταστροφή, πρότεινε και πέτυχε (με προσπάθειες πολλών ετών), το 1930 την συγκρότηση της ανώνυμης εταιρείας «Ηνωμένη Παραγωγή οίνων και οινοπνευμάτων της Ελλάδας - Βάκχος» . Ο ίδιος διακήρυττε δε ότι: «Οι εκ της ασταθείας της οινοπαραγωγής κίνδυνοι μόνον δια της συνεργασίας όλων των οινοβιομηχανιών μας δύνανται επιτυχώς ν? αντιμετωπισθούν». Επικεφαλής τέθηκε η Ε.Ε.Ο.Ο. Πρόκειται για το πρώτο ελληνικό καρτέλ στην Ελλάδα , με σκοπό από την μια μεριά την παύση του ανταγωνισμού τους στο εξωτερικό για τα οινοπνεύματα, ώστε οι εταιρίες να πωλούν τουλάχιστον με την τιμή της κρατικής διατίμησης ( η οποία αφήνει πάντα ελάχιστα περιθώρια κέρδους) και από την άλλη μεριά ο από κοινού καθορισμός της τιμής των κρασιών και η διαμέσου κοινού λογαριασμού διάθεσής τους, περιορίζοντας έτσι τα γενικά έξοδα. Το 1938 τελικά η Ε.Ε.Ο.Ο αγοράστηκε εξ ολοκλήρου από τον Μποδοσάκη - Αθανασιάδη ο οποίος εξαγόρασε και τις ξένες (Γαλλικές ) μετοχές της εταιρίας. Το 1973 ιδρύει το «ίδρυμα Μποδοσάκη» στο οποίο μεταβίβασε εν ζωή όλη του την περιουσία καθώς και τις μετοχές της Ε.Ε.Ο.Ο..Μετά το θάνατό του (19 Ιανουαρίου 1979), η διοίκηση του ΒΟΤΡΥΣ περνάει στα χέρια του ανιψιού του Μποδοσάκη,Τζώρτζη Αθανασιάδη (συντάκτη της εφημερίδας «ΒΡΑΔΥΝΗ»), τον οποίο σκοτώνει η 17 Νοέμβρη το 1982. Το 1986 σταματά οριστικά η λειτουργία του.
Αργότερα, με διαδικασίες άγνωστες ακόμη σε εμάς, πέρασε στα χέρια του επιχειρηματία Γ.Πατατούδη από τον οποίο το 1999-2000 αγοράστηκε από τον Οργανισμό Σχολικών Κτιρίων. Η αναζήτηση των ιστορικών στοιχείων δε σταματά εδώ. Έχουμε ακόμα πολλά να κάνουμε ώστε να είμαστε σε θέση αργότερα να έχουμε μια σαφή εικόνα της δραστηριότητας και της ιστορίας του συγκεκριμένου εργοστασίου.
Η συμβολή της Ε.Ε.Ο.Ο στη συγκρότηση τοπικών συνεταιρισμών
Τα οινοποιία της Ε.Ε.Ο.Ο σε διάφορες επαρχίες χρησίμευσαν και σαν οινολογική σχολή για τους οινοπαραγωγούς αλλά παράλληλα τους καλλιέργησε το πνεύμα του συνεταιρισμού. Η εταιρεία ενθάρρυνε ολόκληρες κοινότητες να συνασπίζονται σε μια ομάδα η οποία να οινοποιεί τα σταφύλια και να πουλά τα προϊόντα για τον κοινό λογαριασμό της ομάδας. Έτσι απαλλάχθηκαν οι οινοπαραγωγοί από την απληστία των μεσαζόντων και κατάφεραν να φτιάξουν καταλληλότερους τύπους κρασιών σύμφωνα με τις απαιτήσεις των καταναλωτών. Η εταιρία πρόθυμα παρείχε την μελέτη και τα σχέδια των οινοποιείων των συνεταιρισμών όπως δεξαμενές, μηχανήματα και χρήματα. Πρώτη άρχισε και χρησιμοποιήθηκε σαν πρότυπο για τις άλλες αργότερα, η κοινότητα Μαρκοπούλου Αττικής η οποία ζήτησε και είχε την αμέριστη συνδρομή της εταιρείας. Ο συνεταιρισμός της κοινότητας Μαρκοπούλου ονομάστηκε «ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟΣ» και τη διοίκησή του είχαν αναλάβει οι ενδιαφερόμενοι παραγωγοί. Το παράδειγμα αυτό το ακολούθησαν πολλές άλλες κοινότητες και ίδρυσαν συνεταιρισμούς οινοποιητικούς, σταφιδικούς και λοιπούς γεωργικούς .
Κατά τη διάρκεια του πολέμου
Κατά το διάστημα του Ευρωπαϊκού πολέμου η εταιρεία προσέφερε μεγάλη υπηρεσία στον Ελληνικό λαό παρέχοντας σε αυτόν άφθονο φωτιστικό οινόπνευμα σε χαμηλή τιμή καθότι την εποχή αυτή σπάνιζε το ηλεκτρικό και το αεριόφως, το πετρέλαιο έλειπε σχεδόν παντελώς. Και η ζάχαρη ακόμα κατόρθωσε να αναπληρώσει κατά την πολεμική περίοδο εκείνη. Τότε ειδικά η εξεύρεση λίγης ζάχαρης αποτελεί για τον οικογενειάρχη αληθινό πρόβλημα. Και αυτό γιατί η εταιρία επέτυχε να κατασκευάσει ζακχαρώδη ουσία αποκλείοντας την σταφιδίνη (τόσο λευκή όσο και βαθύχρου), η οποία παράγονταν με ειδικά μηχανήματα που συμπύκνωναν το γλεύκους. Aλλά και κατά την ίδια πολεμική περίοδο η εταιρία πρόλαβε μεγάλες καταστροφές των σταφιδοπαραγωγών λόγω του αποκλεισμού και του υποβρυχιακού πολέμου. Διότι αγόρασε τεράστιες ποσότητες σταφίδας τις οποίες χρησιμοποίησε στις πολλαπλές βιομηχανίες του φωτιστικού και πόσιμου οινοπνεύματος, σταφιδίνης κλπ. Χωρίς το μέτρο αυτό η σταφίδα θα παρέμενε απούλητη και θα έφερνε σημαντική οικονομική κρίση.Μετά την λήξη του πολέμου οπότε η σταφίδα ξαναβρήκε τις παλιές της εξωτερικές αγορές και η τιμή της ανέβηκε, η εταιρία κατόπιν άδειας της κυβέρνησης χρησιμοποίησε για την παραγωγή οινοπνεύματος τα χαρούπια. Έτσι άνοιξαν νέες διέξοδοι για το εμπόριο των χαρουπιών της Κρήτης. Κατά το 1920 αγόρασε για τον ίδιο σκοπό και μεγάλες ποσότητες σύκων από την Καλαμάτα. Συνεπώς η δράση της εταιρίας επεκτείνετε ευεργετικά και δραστήρια. Ταυτόχρονα η εταιρία χρησίμευσε και σαν οινολογική Σχολή των οινοπαραγωγών και οργάνωσε και οινοπαραγωγικούς συνεταιρισμούς.
Οικονομική κατάσταση - Κοινωνική Προσφορά
Η εταιρία χρησιμοποίησε μέχρι το 1923 σχεδόν 1.200.000.000 ενετικά λύτρα σταφίδας ξερής και χλωρής (δηλαδή 576.000 τόνους) εξήγαγε και πούλησε 100.000 τόνους οινόπνευμα καθαρού και μετουσιωμένου και 500.000 τόνους οίνου. Εισέπραξε περίπου 600.000.000 δραχμές, εκ των οποίων τα 80% προέρχονταν από το εξωτερικό εμπόριο και 20% από το εσωτερικό.Κατασκεύασε δεξαμενές από μπετόν αρμέ χωρητικότητας 400.000 εκατόλιτρων, εάν δε προστεθεί και ο χώρος των βαρελιών τα οποία είχε η εταιρεία, προκύπτει γενική χωρητικότητα 600.000 εκατόλιτρα.
Έφθασε δε η εταιρεία να αγοράζει πάνω από 20.000.000 οκάδες χλωρής σταφίδας κατά την περίοδο της συγκομιδής βάζοντας με τον τρόπο αυτό τις βάσεις μιας πραγματικά γιγαντιαίας οινοποιητικής βιομηχανίας η οποία ήταν σε θέση να διαθέτει στο εξωτερικό σε μορφή οίνων ολόκληρο το πλεόνασμα που προκαλούσε την κρίση. Η αξία των εγκαταστάσεων της ανέρχονταν σε 12.000.000. Εκτός από δεξαμενές είχε και βαρέλια δρύινα και σιδερένια αξίας 400.000. Η εταιρία τελειοποίησε και επέκτεινε το μέγα αποσταγματοποιείο που ήταν στους Μύλους.
Από άποψη δράσης και δημόσιας ωφελιμότητας, εκτός της επίλυσης του σταφιδικού ζητήματος και της ίδρυσης μεγάλης βιομηχανίας οίνων και αποστάξεως, (η οποία κατείχε την πρώτη θέση στην ελληνική βιομηχανία) και της επέκτασης του εξαγωγικού εμπορίου, η Ε.Ε.Ο.Ο. συνετέλεσε καθοριστικά στην τροφοδότηση και κίνηση της κοινωνικής μηχανής με την παροχή εργασίας: απασχολούσε 2.000 εργάτες και 300 υπαλλήλους, (οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν επιστήμονες) και άλλους τόσους πράκτορες, αλλά και 3.000 εργάτες όπως φορτωτές, παραγωγούς κλπ. Ακόμη παρείχε εργασία σε σιδηροδρόμους, ατμοπλοϊκές εταιρίες και γενικά στο εμπόριο από το οποίο προμηθευόταν όλα τα αναγκαία για την βιομηχανία υλικά.
BIBΛΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΠΗΓΕΣ
Αυτοτελή έργα
ΑΓΡΙΑΝΤΩΝΗ Χριστίνα, Απαρχές της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα το 19ο αι., Εμπορική Τράπεζα, Αθήνα 1986
ΔΕΡΜΑΤΗΣ Γιώργος, Τοπίο και μνημεία της Λαυρεωτικής, Λαύριο, 1992.
ΑΓΡΙΑΝΤΩΝΗ Χ-ΜΠΕΛΑΒΙΛΑΣ Ν, Ιστορικός Βιομηχανικός Εξοπλισμός στην Ελλάδα, Πανεπιστημιακές εκδόσεις ΕΜΠ -Οδυσσέας, Αθήνα 1995.
ΑΓΡΙΑΝΤΩΝΗ Χ-ΠΑΠΑΣΤΕΦΑΝΑΚΗ Λ.(επιμ.). Πρακτικά 3ης Πανελλήνιας Επιστημονικής Συνάντησης TICCIH (Ερμούπολη, 20-22 Οκτωβρίου 2000), Αθήνα 2002.
Ελληνικές Επιχειρήσεις στον 20ο αιώνα, Πρόσωπα και δραστηριότητες, 2η έκδοση, Εκδόσεις ΚΕΡΚΥΡΑ, Αθήνα 1923.
Ελληνική Εταιρία Οίνων και Οινοπνευμάτων, Πανελλήνιο Λεύκωμα Εκατονταετηρίδας 1821-1921, τ.Β΄: Βιομηχανία-Εμπόριο, Αθήνα 1923.
ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΟΣ Λ.ΔΗΜ., Στατιστική, Περιγραφική και Επαγωγική-Μια διδακτική προσέγγιση, Εκδ. Σαββάλας, Αθήνα,2001.
ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΟΣ Λ.ΔΗΜ, Μεθοδολογία της έρευνας στις επιστήμες της αγωγής, Εκδ. Σαββάλας, Αθήνα, 2002.
Λεύκωμα Διαρκούς Έκθεσης Ελληνικών Προϊόντων, 1933-1938.
Μέγα Ελληνικόν Βιογραφικόν Λεξικό, τόμ. Α΄,Β΄Ε΄, Εκδόσεις Κέρκυρα.
Μητρώο Ελληνικών Βιομηχανιών, Οργανισμός Βιομηχανικής Αναπτύξεως, 1962.
«Μποδοσάκης-Αθανασιάδης» 1891-1979, «Νεκρολογία» στο περιοδικό Βιομηχανική Επιθεώρηση, τεύχ. 532.
Όμιλος Μποδοσάκη- Αθανασιάδη, Ελληνικές Επιχειρήσεις στον 20ο αιώνα. Πρόσωπα και Δραστηριότητες, 2η έκδοση, σελ. 82-85 εκδ.Κέρκυρα, Αθήνα 2001.
ΣΗΦΟΥΝΑΚΗΣ Nίκος, Βιομηχανικά κτίρια στη Λέσβο. Ελαιοτριβεία-Σαπωνοποιεία, 19ος αι-αρχές 20ου αι., ΤΕΔΚ Ν.Λέσβου, Καστανιώτης, Αθήνα 1986.
Υπουργείο Πολιτισμού, Βιομηχανική Αρχαιολογία. Για τη μελέτη και ανάδειξη της βιομηχανικής κληρονομιάς.
Υπουργείο Πολιτισμού, Διεύθυνση Λαϊκού Πολιτισμού, Εφορείες Νεωτέρων Μνημείων, Βιομηχανικά Μνημεία της Ελλάδας, Αθήνα, Φεβρουάριος 1999.
Περιοδικές εκδόσεις
«Βιομηχανική Αρχαιολογία», Αφιέρωμα Επτά Ημέρες - Η Καθημερινή, 7.1.2001.
Δελτίο Ελληνικού Τμήματος T.I.C.C.I.H.(Διεθνής Επιτροπή για τη Διατήρηση της Βιομηχανικής Κληρονομιάς), τχ. 1-4, Ιούνιος 1994-Ιούλιος 1996.
«Βιομηχανική Επιθεώρηση», τεύχ. 532, σελ. 30-37, 2/1979.
Τεχνολογία, Ενημερωτικό Δελτίο Πολιτιστικού Τεχνολογικού Ιδρύματος ΕΤΒΑ, Ττεύχη Ι-ΙΙ, 1987-2001.
«Τεχνολογικό Πολιτιστικό Πάρκο στο Λαύριο», Αφιέρωμα π. Σύγχρονα Θέματα, τχ. 58-59, Ιανουάριος-Ιούνιος 1996.
«Βιομηχανική Αρχαιολογία, ιχνηλατώντας το παρελθόν της βιομηχανίας», Ερμούπολη 2003.
«Το γεωλογικό περιβάλλον και η εξορυκτική δραστηριότητα σε σχέση με τις σχολικές δραστηριότητες-Η εμπειρία της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης στις Κυκλάδες», ομιλία στο συνέδριο για τις μεταλλευτικές εγκαταστάσεις στο Αιγαίο (Μήλος, 3-5/10/2003), Σπαρτινού Μαρία-Γεωργία, Ζερλέντης Ιάκωβος.
Εκπαιδευτικά Προγράμματα στα μουσεία της Λαυρεωτικής για σχολικές ομάδες Α΄βάμιας και Β΄βάθμιας Εκπαίδευσης (κ.Παρασκευαϊδη).
Αρχειακές Πηγές
Αρχείο Βοβολίνη, Βλαχάβα 6-8, Αθήνα.
Ελληνικό Λαογραφικό Ιστορικό Αρχείο, Αγίου Ανδρέου 5, Αθήνα.
Ιστορικό Αρχείο Εθνικής Τράπεζας Ελλάδας, Μέγαρο Αλεξάνδρου Διομήδη,3ης Σεπτεμβρίου146.
Κεντρική Βιβλιοθήκη Εθνικής Τράπεζας Ελλάδας, Αιόλου.
-----------------------------------------------------------------
Η έρευνα παραγματοποιήθηκε από τους μαθητές του 9ου ΤΕΕ Αθήνας:
Αβραμοπούλου Αναστασία, Αποστολοπούλου Νίκη, Γεωργούλη Μαρία, Ζαχαροπούλου Χριστίνα, Κοέν Θεοδώρα, Κουσίδου Ελένη, Κωνσταντοπούλου Ευσταθία, Κωτσιάκου Αφροδίτη, Μανουσάκη Ιωάννα, Νίνε Εβελίνα, Ντύρμα Μικέντα, Παπανδρέου Θάλεια, Παυλίδη Ελισσάβετ, Πολυκανδριώτη Μαρία, Σηφακάκη Δέσποινα, Συμεωνίδου Ειρήνη, Τοπαλίδου Βασιλική.
Υπεύθυνες Καθηγήτριες: Αθανασοπούλου Γιόλα, Σύρου Ελένη